σχίζω

σχίζω
ΝΜΑ, και σκίζω Ν
1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.)
2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα σαν να τό χωρίζω στα δύο (α. «το πλοίο έσχιζε τα ήσυχα νερά τής θάλασσας» β. «[θάλασσα] οχιζομένη ταῑς κώπαις», Πλούτ.)
3. (μέσ. και παθ.) σχίζομαι
διαχωρίζομαι κατά μήκος, διακλαδίζομαι
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σχισμένος -η, -ο και ἐσχισμένος, -η, -ον
(για ένδυμα ή για υπόδημα) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «τριβώνιον ἐσχισμένον», πάπ.)
νεοελλ.
1. ανοίγω ρωγμή («ο σεισμός έσχισε τις πέτρες»)
2. προξενώ τραύμα σε κάποιον, πληγώνω («έσκισε τα πόδια της»)
3. διαπερνώ, διατρυπώ («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)
4. μέσ. α) διαμαρτύρομαι έντονα («σχίζεται κάθε φορά που λένε κάτι για τον άντρα της»)
β) μτφ. καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζομαι με πάθος για κάποιον ή για κάτι («σχίζεται να μέ περιποιηθεί κάθε φορά που πάω σπίτι της»)
5. φρ. α) «σκίζει τα ρούχα του»
μτφ. αποποιείται με έντονο τρόπο ενοχή που αποδίδεται σε αυτόν
β) «σκίζω τη γάτα»
μτφ. (για άνδρα) επιβάλλομαι στη γυναίκα, τήν κάνω να μέ φοβάται
αρχ.
1. χωρίζω κάτι στα δύο καθώς τό διασχίζω («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», Ηρόδ.)
2. (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως ξεχωριστός κλάδος («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῡ στελέχους», Θεόφρ.)
3. παθ. (για στρατιά) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», Ηρόδ.)
4. μτφ. διίσταμαι, διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῑς γνώμαις», Γαλ.)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χαρακτηρισμός τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων καθώς και διαφόρων μερών τού σώματός τους
6. φρ. α) «σχίζω τὰς φλέβας» — διαιρώ τις φλέβες (ΓΊλάτ.)
β) «σχίζω γάλα» — πήζω γάλα, διαχωρίζω την τυρώδη ουσία από τον ορό (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχίζω (< *σχίδ-)ώ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *skei-d- (με οδοντική παρέκταση) «σχίζω, τέμνω, τεμαχίζω» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό σύμφωνο -χ- αντί τού κλειστού ινδοευρωπαϊκοῡ -k-. Αρχικός τ. τού συστήματος θεωρείται ο αόρ. -σχισα (< *ἔσχιδ-σα) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με επίθημα - και υπόλοιποι τ. (πρβλ. σχίσμα, σχιστός, ἀποσχίς, -ίδος, σχίζα, σχίδα, σχίδαξ). Το ρ. σχίζω συνδέεται με το λατ. scin-do (που εμφανίζει κλειστό σύμφωνο -c-και εκφραστικό έρρινο ένθημα) και το αρχ. ινδ. chi-n-ad-mi (με επίσης έρρινο ένθημα). Το κλειστό ουρανικό σύμφωνο και το έρρινο ένθημα τής Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. σκι-ν-δάλαμος (πρβλ. κάλαμος), σκι-ν-δ-αλμός (πρβλ. οφθαλμός, σκαλμός), σκι-ν-δ-ύλιον (πρβλ. εἰδ-ύλιον), απ' όπου τα ἀνα-σχινδυλεύω και σχινδύλη, σχινδύλησις (για τους τ. σκιδαρόν και σκοῖδος βλ. τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. τού ρ. σχίζω έχει πλαστεί μια σειρά ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. σχίζογαμία, πρβλ. αγγλ. schizogamy, σχιζοφρενία, πρβλ. αγγλ. schizophrenia κ.ά.).
ΠΑΡ. σχίδαξ(-ακας), σχίζα, σχίσμα, σχισμή, σχισμός, σχίστης, σχιστός
αρχ.
σχίδα, σχίδος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. σχιζόπους, σχιζόπτερος
νεοελλ.
σχίζανθος, σχιζογαμία, σχιζογραφία, σχιζοειδής, σχιζοθυμία, σχιζομύκητες, σχιζοπροσωπία, σχιζοτριχία, σχιζοφασία, σχιζοφρενία. (Β' συνθετικό) αποσχίζω, διασχίζω, εκσχίζω, κατασχίζω
αρχ.
ανασχίζω, ενσχίζω, επισχίζω, παρασχίζω, περισχίζω, προσχίζω, συσχίζω, υποσχίζω
νεοελλ.
ξανασχίζω, ξεσχίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχίζω — split pres subj act 1st sg σχίζω split pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχίζον — σχίζω split pres part act masc voc sg σχίζω split pres part act neut nom/voc/acc sg σχίζω split imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σχίζω split imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζεσθε — σχίζω split pres imperat mp 2nd pl σχίζω split pres ind mp 2nd pl σχίζω split imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζετε — σχίζω split pres imperat act 2nd pl σχίζω split pres ind act 2nd pl σχίζω split imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσαι — σχίζω split aor imperat mid 2nd sg σχίζω split aor inf act σχίσαῑ , σχίζω split aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσον — σχίζω split aor imperat act 2nd sg σχίζω split fut part act masc voc sg σχίζω split fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσω — σχίζω split aor subj act 1st sg σχίζω split fut ind act 1st sg σχίζω split aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχισμένα — σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”